- ἀχλυόπεζα
- ἀχλυό-πεζα δύσις, die Füße in Finsternis gehüllt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχλυόπεζα — ἀχλυόπεζα, η (Α) (για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς ( ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»] … Dictionary of Greek
ἀχλυόπεζαν — ἀχλυόπεζα fringed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek